- τραυματίων
- τραυμάτιονslight woundneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τραυματιῶν — τραυματίας wounded man masc gen pl τραυματίης masc gen pl τραυματίζω fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σταυρός, Διεθνής Ερυθρός — Συγκρότημα φιλανθρωπικών οργανώσεων που αποβλέπουν στην προσφορά βοήθειας στα θύματα του πολέμου, των φυσικών καταστροφών και των κοινωνικών αναστατώσεων. Περιλαμβάνει δυο χωριστές οργανώσεις: τη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού και την Ένωση… … Dictionary of Greek
διακομιδή — η (Α διακομιδή) [διακομίζω] μεταφορά, διακόμιση, μετακόμιση νεοελλ. φρ. «διακομιδή τραυματιών» η μεταφορά τραυματιών από την πρώτη γραμμή στα μετόπισθεν … Dictionary of Greek
Γενεύη — (γαλλ. Genéve, ιταλ. Ginevra, γερμ. Genf). Πόλη (175.000 κάτ. το 2000) της δυτικής Ελβετίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου καντονιού (282 τ. χλμ., 408.800 κάτ. το 2000). Βρίσκεται κοντά στα γαλλικά σύνορα, στο νοτιοδυτικό άκρο της ομώνυμης λίμνης. Τον… … Dictionary of Greek
Ερυθρός Σταυρός — Διεθνής οργανισμός που ιδρύθηκε με σκοπό τη βοήθεια των θυμάτων πόλεμου. Ο Ε.Σ. ιδρύθηκε το 1864 από τον Ελβετό Ερρίκο Ντινάν, μετά την απογοήτευση που αισθάνθηκε από την εγκατάλειψη των τραυματιών στη μάχη του Σολφερίνο (24 Ιουνίου 1859). Ο… … Dictionary of Greek
Ντυνάν, Ερρίκος — (Henri Dunant, 1828 – 1910). Ελβετός συγγραφέας και φιλάνθρωπος, ο ιδρυτής του Ερυθρού Σταυρού (1864). Από τα έργα του αξιόλογα είναι: Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία που ανασυστάθηκε και Η δουλεία στους Μουσουλμάνους και στις Ηνωμένες Πολιτείες της… … Dictionary of Greek
Αλεξάνδρα — I Θεά της Λακωνίας, η οποία λατρευόταν στις Αμύκλες και στα Λεύκτρα, όπου υπήρχαν ιερά της. Την παρίσταναν να κρατά λύρα. Αργότερα ταυτίστηκε με την Κασσάνδρα, κόρη του Πρίαμου και δούλα του βασιλιά Αγαμέμνονα. II Περίφημη ζωγράφος των… … Dictionary of Greek
ακρωνύμια — τα Γλωσσ. λέξεις που σχηματίζονται από το αρχικό ή τα αρχικά γράμματα περιφραστικών ονομασιών ή τίτλων. Συνήθως τα ακρωνύμια δηλώνουν ονόματα κρατών, οργανισμών, εταιρειών, ενώσεων ή ιδρυμάτων συχνή είναι επίσης η χρήση τους στην πολιτική και την … Dictionary of Greek
απώλεια — η (AM ἀπώλεια) 1. το να χαθεί κάποιος ή κάτι 2. ο θάνατος, ο χαμός 3. ηθική καταστροφή, διαφθορά νεοελλ. 1. ζημιά, βλάβη 2. ελάττωση της αρχικής ποσότητας, διαφυγή («απώλεια στο αέριο») 3. στον πληθ. οι απώλειες το σύνολο των νεκρών, τραυματιών,… … Dictionary of Greek
ερυθρός — ά και ή, ό (AM ἐρυθρός, ά, όν Α και ἐρυθρός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος ή τού άνθους τής παπαρούνας, ο κόκκινος 2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» η θάλασσα μεταξύ τής Αραβίας και τού βόρειου τμήματος τής ανατολικής ακτής τής Αφρικής μσν … Dictionary of Greek